λέπτοθριξ

λέπτοθριξ
λέπτο-θριξ, τρῐχος, , ,
A with fine hair, ἔθειρα, of the eagle, B.5.28;

λεπτότριχες Arist.Pr.966b33

; also

λεπτότριχοι Id.HA518b6

: neut. pl. λεπτότριχα (which may come from either form), Id.GA783a2: [comp] Comp. -

τριχώτερος Id.HA538b8

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεπτόθριξ — ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος) βλ. λεπτότριχος …   Dictionary of Greek

  • λεπτότριχος — η, ο και λεπτόθριξ, ο, η (Α λεπτόθριξ, τριχος και λεπτότριχος, ον) αυτός που έχει λεπτές τρίχες («λεπτότριχα... ἔθειραν», Βακχυλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”